πρόσρηση

πρόσρηση
η
προσαγόρευση, προσφώνηση, χαιρετισμός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρόσρηση — η / πρόσρησις, ήσεως [προσλέγω] ΝΜΑ 1. προσαγόρευση, προσφώνηση, χαιρετισμός 2. ονομασία, όνομα αρχ. 1. το πρόσωπο ή το πράγμα το οποίο προσαγορεύει κανείς, το αντικείμενο τής προσαγόρευσης 2. συμβουλή, παραίνεση 3. ορισμός («μιᾷ χρώμενοι… …   Dictionary of Greek

  • προσρητικός — ή, όν, Α [προσρητός] αυτός που γίνεται με πρόσρηση, με προσαγόρευση, με χαιρετισμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”